κνύω
From LSJ
ἄλογον δὴ τὸ μήτε μάχης ἄρξασθαι μήτε τοὺς φίλους φυλάξαι, ἐὰν ὑπό γε τῶν βαρβάρων ἀδικῆσθε → It is irrational neither to begin battle nor to guard the friends, if you are ever wronged by the foreigners
English (LSJ)
A scratch, πόθῳ μου' κνῡεν ἐλθὼν τὴν θύραν Ar.Th.481, cf. Men. 1021.
Greek (Liddell-Scott)
κνύω: (κνάω) κτυπῶ τι ἐλαφρῶς ὡς νὰ ξέω ἢ νὰ ψηλαφῶ αὐτό, πόθῳ μου ’κνυεν ἐλθὼν τὴν θύραν Ἀριστοφ. Θεσμ. 481· πρβλ. κνῦμα.
French (Bailly abrégé)
gratter.
Étymologie: DELG apparenté avec κναίω, κνίζω.
Greek Monolingual
κνύω (Α)
ψηλαφίζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ακόμη μια λ. της μεγάλης οικογένειας τών κνίζω, κνῶ, κνίδη, κνῖσα, κνίψ κ.λπ. Αμεσότερα συνδέεται με το αρχ. άνω γερμ. hniuwan «συντρίβω», το αρχ. νορβ. hnjoda «συντρίβω» και το λεττον. knūdu «προκαλώ κνησμό»].