ὑπέρφρων
English (LSJ)
ον, gen. ονος, (φρήν)
A haughty, arrogant, σῆμα, λόγοι, A.Th.387,410; φρονήματα E.Heracl.388: neut. pl. ὑπέρφρονα as Adv., S.Aj.1236. Regul. Adv. ὑπερφρόνως D.C.37.5,49 (this Adv. is censured by Poll.9.147). 2 in good sense, ἐκ τοῦ ὑπέρφρονος from a sense of superiority, Th.2.62, D.C.45.43.
German (Pape)
[Seite 1204] ονος, darüberhinaus denkend, im guten Sinne, hochsinnig, über alles Kleinliche erhaben, Thuc. 2, 62. – Gew. tadelnd, über-, hochmüthig, stolz; λόγοι Aesch. Spt. 392; ἔχει δ' ὑπέρφρον σῆμ' ἐπ' ἀσπίδος 369; Soph. Ai. 1215; φρονήματα Eur. Heracl. 389.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπέρφρων: -ονος, ὁ, ἡ, (φρὴν) ὑπερβαλλόντως ὑπερήφανος, ἀγέρωχος, ὑπεροπτικός, σῆμα, λόγοι Αἰσχύλ. Θήβ. 380, 410· φρονήματα Εὐρ. Ἡρακλ. 388· οὐδ. πληθ. ὑπέρφρονα ὡς ἐπίρρ., Σοφ. Αἴ. 1236. ― Ἐπίρρ. ὑπερφρόνως, Δίων Κ. 37. 5 καὶ 49. 2) ἐπὶ καλῆς σημασίας, ἐκ τοῦ ὑπέρφρονος, ἐκ συναισθήσεως ὑπεροχῆς, Θουκ. 2. 62, Δίων Κ. 45. 43· - τὴν χρῆσιν ταύτην κατακρίνει ὁ Πολυδ. Θ΄, 147.
French (Bailly abrégé)
ονος (ὁ, ἡ)
1 qui a des sentiments trop hauts, fier, orgueilleux ; plur. neutre adv. • ὑπέρφρονα SOPH avec orgueil;
2 en b. part qui a des sentiments élevés, magnanime : ἐκ τοῦ ὑπέρφρονος THC par grandeur d’âme.
Étymologie: ὑπέρ, φρήν.
Greek Monolingual
-ον, Α
1. πολύ υπερήφανος, αγέρωχος («τῶν φρονημάτων ὁ Ζεὺς κολαστὴς τῶν ἄγαν ὑπερφρόνων», Ευρ.)
2. γενναιόψυχος, υψηλόφρονας·3. το ουδ. ως ουσ. τὸ υπέρφρον
γενναιοφροσύνη
4. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) ὑπέρφρονα
πολύ υπερήφανα, αλαζονικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + -φρων (< φρήν, φρενός), πρβλ. πρό-φρων].
Greek Monotonic
ὑπέρφρων: -ονος, ὁ, ἡ (φρήν),
1. φαντασμένος, υπερβολικά υπερήφανος, αλαζονικός, περιφρονητικός, καταφρονητικός, υπεροπτικός, σε Αισχύλ., Ευρ.· ουδ. πληθ. ὑπέρφρονα, ως επίρρ., σε Σοφ.
2. με θετική σημασία, ἐκ τοῦ ὑπέρφρονος, από αίσθηση υπεροχής, σε Θουκ.