σκυθράζω
From LSJ
Ῥᾷον φέρειν δεῖ τὰς παρεστώσας τύχας → Facilius ferre oportet, quae incidunt mala → Recht leicht musst du das Schicksal tragen, das dich trifft
English (LSJ)
A to be angry, peevish, E.El.830.
German (Pape)
[Seite 906] zornig, mürrisch, traurig sein, Eur. El. 830.
Greek (Liddell-Scott)
σκυθράζω: σκυδμαίνω, «σκυθρωπάζω» Ἡσύχ., Εὐρ. Ἠλ. 830.
French (Bailly abrégé)
être sombre, triste.
Étymologie: σκυθρός.
Greek Monolingual
Α σκυθρός
είμαι ή γίνομαι σκυθρωπός, σκυθρωπάζω.
Greek Monotonic
σκυθράζω: είμαι θυμωμένος, οργισμένος, κατσουφιάζω, σε Ευρ.