προσθακέω
From LSJ
Οὕτως ἔδειξέν μοι κύριος καὶ ἰδοὺ ἐπιγονὴ ἀκρίδων ἐρχομένη ἑωθινή, καὶ ἰδοὺ βροῦχος εἷς Γωγ ὁ βασιλεύς (Amos 7:1) → Thus the Lord showed me and look, early-morning offspring of locusts coming, and look, one locust-larva: Gog the king.
English (LSJ)
A sit at or near, π. ἕδραν sit here in suppliant guise, S. OC1166.
German (Pape)
[Seite 765] daneben, darauf sitzen, ἕδραν, Soph. O. C. 1168.
Greek (Liddell-Scott)
προσθᾱκέω: κάθημαι πλησίον ἢ ἐπάνω, ἕδραν Σοφ. Ο. Κ. 1166.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
être assis près de ou sur, acc..
Étymologie: πρός, θᾶκος.
Greek Monotonic
προσθᾱκέω: μέλ. -ήσω, κάθομαι δίπλα ή πάνω σε, ἕδραν, σε Σοφ.