ἀντιλάζομαι

From LSJ
Revision as of 18:20, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

Πρᾶττε τὰ σαυτοῦ, μὴ τὰ τῶν ἄλλων φρόνει → Tuas res age; alienas ne curaveris → Tu deine Pflicht, um die der andren sorg' dich nicht

Menander, Monostichoi, 448
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀντιλάζομαι Medium diacritics: ἀντιλάζομαι Low diacritics: αντιλάζομαι Capitals: ΑΝΤΙΛΑΖΟΜΑΙ
Transliteration A: antilázomai Transliteration B: antilazomai Transliteration C: antilazomai Beta Code: a)ntila/zomai

English (LSJ)

or ἀντιλᾰβ-ῠμαι, poet. and Dor. Prose for ἀντιλαμβάνομαι,

   A take hold of, hold by, c. gen., E.IA1227; πραγμάτων Theag. ap. Stob. 3.1.67, cf. Archyt.ib.117; take a share of, partake in, πόνων E.Or. 452, etc.    2 c. acc., to receive in turn, to be repaid, ἀντιλάζνται . . τοιάδ' ἃν τοκεῦσι δῷ Id.Supp.363. (-λάζυμαι l.c., Or.753, IA1109; -λάζομαι ib.1227, Or.452 (-λάζον); both forms in codd. Med.1216)

German (Pape)

[Seite 254] = ἀντιλαμβάνομαι, Eur. I. A. 1227; ἀντιλάζου Or. 446.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντιλάζομαι: υμαι, ποιητ. ἀντὶ ἀντιλαμβάνομαι, μετὰ γεν., περὶ σὸν ἐξαρτωμένης γένειον, οὗ νῦν ἀντιλάζυμαι χερί, «πιάνω μὲ τὸ χέρι μου», Εὐρ. Ι. Α. 1227· συμμετέχω, ἀλλ’ ἀντιλάζου καὶ πόνων ἐν τῷ μέρει ὁ αὐτ. Ὀρ. 452, κτλ. 2) μετ’ αἰτ., λαμβάνω ὡς ἀμοιβὴν ἀντὶ τοῦ διδομένου ὑπ’ ἐμοῦ, κάλλιστον ἔρανον· δοὺς γὰρ ἀντιλάζυται παίδων παρ’ αὐτοῦ τοιάδ’ ἅν τοκεῦσι δῷ Εὐρ. Ἱκ. 363. Πρβλ. λάζομαι.

French (Bailly abrégé)

impér. prés. ἀντιλάζου;
se saisir de, gén..
Étymologie: ἀντί, λάζομαι.

Spanish (DGE)

• Alolema(s): dór. y frec. en drama -λάζῠμαι Theag.1, E.Supp.363, IA 1227, Med.1216, Fr.22h.11 Bond
I c. ac. recibir a su vez ἀντιλάζυται ... τοιάδ' ἃν τοκεῦσι δῷ E.Supp.363.
II c. gen.
1 sujetar, agarrar οὗ (γενείου) ... χερί E.IA 1227
abs. agarrarse E.Med.1216
fig. ἀντιλάζυσαι λόγων te agarras a las palabras e.d. hablas sin parar E.Fr.22.11 Bond
aprehender, captar πραγμάτων Theag.1.
2 aceptar a su vez, compartir πόνων E.Or.452, 753.

Greek Monolingual

ἀντιλάζομαι κ. -ζυμαι (Α)
1. πιάνω με το χέρι μου
2. λαμβάνω μέρος, συμμετέχω
3. ανταμείβομαι, πληρώνομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αντι- + λάζομαι «παίρνω»].

Greek Monotonic

ἀντιλάζομαι: -ῠμαι, αποθ.,
1. κρατιέμαι, βαστιέμαι από, με γεν., σε Ευρ.· συμμετέχω, πόνων, στον ίδ.
2. με αιτ., αποδέχομαι ως αντάλλαγμα, στον ίδ.