ἀφροδίσιος

From LSJ
Revision as of 07:01, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (7)

Ἰατρὸς ἀδόλεσχος ἐπὶ τῇ νόσῳ νόσοςMedicus loquax, secundus aegro morbus est → Ein Arzt, der schwätzt, verdoppelt nur der Krankheit Last

Menander, Monostichoi, 268

German (Pape)

[Seite 415] α, ον, auch 2 End., die Aphrodite, den Liebesgenuß betreffend, ἄγρα, Soph. frg. 178; ἄθυρμα Anacr. 53, 8; ἡδονή Plat. Ep. VII, 335 b; Conv. 183 b; τὰ ἀφροδίσια, Fest der Aphrodite, Xen. Hell. 5, 4, 4; Liebeshändel, Liebesgenuß, bes. ausschweifender, Plat. u. sonst; Luc. Nigr. 16 die Geschlechtstheile.

Spanish (DGE)

-α, -ον

• Alolema(s): -είσιος Phld.Mus.4.15.7

• Morfología: [-ος, -ον D.H.2.24, Ael.NA 1.2, Luc.Am.12]
I adj.
1 consagrado o propio de Afrodita ἄνθεα Pi.N.7.53, ἔρωτες Pi.Fr.128.1, ὑμέναιος Pherecr.205, κῆπος Archipp.45a, δρυμός en Arcadia, Paus.8.25.1, μυστήρια Ach.Tat.5.16.3, τρίκλινον Ath.207e, αὖραι Luc.Am.12, dud. ἄγρα S.Fr.166.
2 de amor, amoroso ἀθύρματα Crates Com.23, D.C.58.2.5, Anacreont.55.8, ὅρκος ἀ. Pl.Smp.183b, Hsch., θήρατρα Hld.2.25.1, ἀ. λόγοι historias de amor Semon.8.91, Pl.Com.55
esp. licencioso, lujurioso λόγοι Ael.NA 6.1
Ἀ. tít. de una comedia de Menandro, Stob.4.20.39, de Antífanes, Ath.449b.
3 del placer sexual, erótico ἔργον Semon.8.48, μίξεις D.H.2.24, ὁρμή Ael.NA 1.2, φυσικά Porph.Sent.32.
II subst. en neutr. plu.
1 los placeres del amor Democr.B 235, Hp.Art.50, Mochl.37, Pl.Phd.81b, R.329a, Lg.841e
X.Mem.1.3.8, 2.6.22, Prodic.B 2.30, Arist.Pr.880a12, Epicur.Fr.[22.1] 7, [84] 9, Plb.3.81.6, 6.7.7, Phld.l.c., SEG 18.641 (Alejandría I a.C.), Diog.Oen.29.2.11, Plu.2.33a, 785e, Ach.Tat.5.16.8.
2 burdeles, PTeb.6.29, UPZ 120.6 (II a.C.).
3 las vergüenzas Luc.Nigr.16.
III c. valor adverb. ἐπὶ νύμφαις ἀφροδίσιον γελώσαις a las novias que ríen amorosamente Synes.Hymn.9.7.

Greek Monolingual

-α, -ο (Α ἀφροδίσιος, -ον και -ος, -α, -ον) Αφροδίτη
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη θεά του έρωτα Αφροδίτη
2. ο σχετικός με τη σαρκική ηδονή
νεοελλ.
«αφροδίσια νοσήματα» — λοιμώδεις νόσοι που συνηθέστατα μεταδίδονται με τη γενετήσια επαφή (βλενόρροια, μαλακό έλκος, σύφιλη)
αρχ.
1. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τὰ ἀφροδίσια
α) οι σεξουαλικές απολαύσεις ή ηδονές
β) γιορτή προς τιμή της Αφροδίτης
γ) το γυναικείο αιδοίο
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ Ἀφροδίσιον
ναός αφιερωμένος στην Αφροδίτη
3. το αρσ. ως ουσ. Αφροδίσιος
ονομασία μηνός στην Κύπρο.