βιοφειδής
From LSJ
ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)
English (LSJ)
ές,
A penurious, AP6.251 (Phil.).
German (Pape)
[Seite 446] ὄλπη, Lebensunterhalt sparend, Philip. 11 (VI, 251).
Greek (Liddell-Scott)
βιοφειδής: -ές, φειδωλός, Ἀνθ.ΙΙ. 6. 251.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
qui ménage ses ressources, économe.
Étymologie: βίος, φείδομαι.
Spanish (DGE)
-ές
que ahorra alimento λύχνου σέλας ἐκ βιοφειδοῦς ὄλπης brillo de una luz procedente de un recipiente que contiene escaso aceite, AP 6.251 (Phil.).