βιοθάλμιος
From LSJ
Ὅτι σοῦ ἐστιν ἡ βασιλεία καὶ ἡ δύναμις καὶ ἡ δόξα, τοῦ Πατρός καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν. → For thine is the kingdom, and the power, and the glory, of the Father, and of the Son, and of the Holy Spirit forever and ever. Amen.
English (LSJ)
ον, (θάλλω)
A strong, hale, h. Ven.189.
German (Pape)
[Seite 445] ἀνήρ, lebenskräftig, H. h. Ven. 190.
Greek (Liddell-Scott)
βιοθάλμιος: -ον, (θάλλω) ζωηρός, ἀκμαῖος, θάλλων, βιοθάλμιος ἀνὴρ γίγνεται Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἀφροδ. 190.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
dont la vie est dans sa fleur, càd fort, robuste.
Étymologie: βίος, θάλλω.
Spanish (DGE)
-ον fuerte, robusto, ἀνήρ h.Ven.189.
Greek Monolingual
βιοθάλμιος, -ον (Α)
θαλερός, ακμαίος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βίος + θάλλω «ακμάζω, ευτυχώ»].
Greek Monotonic
βῐοθάλμιος: -ον (θάλλω), ζωηρός, ακμαίος, σφριγηλός, σε Ομηρ. Ύμν.