δμητήρ
πρῶτον μὲν οὖν ὄστρεια παρὰ Νηρεῖ τινι ἰδὼν γέροντι φυκί ἠμφιεσμένα ἔλαβον ἐχίνους τ' ἐστὶ γὰρ προοίμιον δείπνου χαριέντως ταῦτα πεπρυτανευμένου → So first I spotted oysters wrapped in seaweed at the shop of some old Nereus, and sea urchins, which I bought; these were the appetizers for a delightfully managed dinner
English (LSJ)
ῆρος, ὁ,
A tamer, ἵππων h.Hom.22.5, cf. Alcm.9: fem., νὺξ δμήτειρα θεῶν Il.14.259.
German (Pape)
[Seite 650] ῆρος, ὁ, Bezwinger, Bändiger; H. h. 21, 5; Alcm. bei Schol. Pind.
Greek (Liddell-Scott)
δμητήρ: ῆρος, ὁ, ὁ δαμαστής, ἵππων Ὕμν. Ὁμ. 21. 5, Ἀλκμὰν παρὰ Σχολ. Πινδ.˙ - θηλ., νὺξ δμήτειρα θεῶν, Ἰλ. Ξ.. 259.
French (Bailly abrégé)
ῆρος (ὁ) :
qui dompte, qui maîtrise.
Étymologie: δαμάω.
Spanish (DGE)
-ῆρος, ὁ
• Alolema(s): dór. δμᾱτήρ Alcm.2.4.6; δᾰμᾰτήρ Eleg.Alex.Adesp.Halic.23, AP 11.403 (Luc.)
domador δμητῆρ' ἵππων h.Hom.22.5, δματῆρες ἱππόται Alcm.l.c., πτερόεντος ... δαματῆρα Πηγάσου de Belerofonte Eleg.Alex.Adesp.Halic.l.c., fig. σίδηρος Nonn.D.27.27, cf. 26.303 (ambos var.).
Greek Monolingual
δμητήρ, ο (θηλ. δμήτειρα) (Α) δάμνημι
δαμαστής (α. «δμητὴρ ἵππων» β. «νὺξ δμήτειρα θεῶν» — η νύχτα που δαμάζει, κατευνάζει ακόμη και τους θεούς).
Greek Monotonic
δμητήρ: -ῆρος, ὁ (δαμάζω), δαμαστής, ἵππων, σε Ομηρ. Ύμν.· θηλ., νὺξ δμητεῖρα θεῶν, σε Ομήρ. Ιλ.