ἔκδετος
καὶ οἱ ἀμαθέστατοι τῶν ἰατρῶν τὸ αὐτὸ σοὶ ποιοῦσιν, ἐλεφαντίνους νάρθηκας καὶ σικύας ἀργυρᾶς ποιούμενοι καὶ σμίλας χρυσοκολλήτους: ὁπόταν δὲ καὶ χρήσασθαι τούτοις δέῃ, οἱ μὲν οὐδὲ ὅπως χρὴ μεταχειρίσασθαι αὐτὰ ἴσασιν → the most ignorant of doctors do the same as you, getting themselves ivory containers, silver cupping instruments, and gold-inlaid scalpels; but when it's time to use those things, they haven't the slightest notion of how to handle them
English (LSJ)
ον, (ἐκδέω)
A fastened to, ἐξ ἵππων AP9.97 (Alph.).
German (Pape)
[Seite 756] angebunden, ἐξ ἵππων Alph. 5 (IX, 97).
Greek (Liddell-Scott)
ἔκδετος: -ον, (ἐκδέω) ἐκδεδεμένος, ἔκδετον ἐξ ἵππων Ἕκτορα συράμενον Ἀνθ. Π. 9. 97, 4.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
lié à.
Étymologie: ἐκδέω.
Spanish (DGE)
-η, -ον
atado, aprisionado ἐκδέτας δὲ χρὴ γυναῖκας εἶναι τάσδε μηδ' ἀνειμένας S.Ant.578, ἔ. ἐξ ἵππων atado al carro, AP 9.97 (Alph.).
Greek Monotonic
ἔκδετος: -ον (ἐκδέω), αυτός που έχει δεθεί πάνω σε κάτι, σε Ανθ.