ἐπαγωγικός

From LSJ
Revision as of 07:10, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (12)

τὸ ἀγαθὸν αἱρετόν· τὸ δ' αἱρετὸν ἀρεστόν· τὸ δ' ἀρεστὸν ἐπαινετόν· τὸ δ' ἐπαινετὸν καλόνwhat is good is chosen, what is chosen is approved, what is approved is admired, what is admired is beautiful

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπαγωγικός Medium diacritics: ἐπαγωγικός Low diacritics: επαγωγικός Capitals: ΕΠΑΓΩΓΙΚΟΣ
Transliteration A: epagōgikós Transliteration B: epagōgikos Transliteration C: epagogikos Beta Code: e)pagwgiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A inductive, τρόπος S.E.P.2.196, cf. Asp.in EN2.25. Adv. -κῶς S.E.P.2.195, Sch.Pi.O.1.20.    II (from Med.) attractive, v.l. for ὑπαγωγικός in D.H.Comp.4.

German (Pape)

[Seite 894] ή, όν, anziehend, reizend, D. Hal. C. V. 4 p. 56. – Adv. inductionsweise, Sext. Emp. Pyrrh. 2, 195, wie ὁ ἐπ. τρόπος 196.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπαγωγικός: -ή, -όν, ἀνήκων εἰς ἐπαγωγήν, τρόπος Σέξτ. Ἐμπ. ΙΙ. 2. 196. ― Ἐπίρρ. -κῶς ὁ αὐτὸς 2. 195. ΙΙ. (ἐν τοῦ Μέσ. τύπου) προσέλκων, ἑλκυστικός, Διον. Ἁλ. π. Δημοσθ. 18 (σ. 1006), πρβλ. ὑπαγωγικός. ― Ἐπιρρ. ἐπαγωγικῶς, δι’ ἐπαγωγῆς, Σέξτ. Ἐμπ. 102. 11.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α ἐπαγωγικός, -ή, -όν) επαγωγή
αυτός που αναφέρεται ή ανήκει στην επαγωγή ή γίνεται με επαγωγή (λογ., α. «επαγωγική μέθοδος» β. «επαγωγικός συλλογισμός» — ηλεκτρ. α. «επαγωγική αντίσταση» β. «επαγωγικό κύκλωμα»)
αρχ.
επαγωγός, ελκυστικός, θελκτικός, ευχάριστος.
επίρρ...
επαγωγικούς, -ά
με τρόπο επαγωγικό.