ἐπεισκυκλέω
Δίκαιος ἐὰν ᾖς, πανταχοῦ τῷ τρόπῳ χρήσῃ νόμῳ († λαληθήσῃ) → Si iustus es pro lege tibi mores erunt → Bist du gerecht, ist dein Charakter dir Gesetz (wirst du in aller Munde sein)
English (LSJ)
A roll or bring in one upon another, 'pile up', τὰ μηδὲν προσήκοντα Luc.Hist.Conscr.13; ἀσάφειαν ἡμῖν τοσαύτην S.E.P.2.210; πλῆθος σημαινομένων Gal.8.575; ἄλλ' ἐπ' ἄλλοις Longin.22.4:—Pass., ἕτερα ἑτέροις -ούμενα Id.11.1; ὁ Ἄττις καὶ ὁ Κορύβας πόθεν ἡμῖν -ήθησαν; Luc.Deor.Conc.9, cf.Philops.29.
German (Pape)
[Seite 912] dazu hineinrollen, hineinbringen, Sext. Emp. Pyrrh. 2, 210; τὰ μηδὲν προσήκοντα Luc. quom. hist. conscr. 13; εἰσφέρειν von den Alten erkl.; πόθεν ἡμῖν εἰσεκυκλήθησαν, wie kamen sie zu uns herein, Deor. concil. 9, vgl. philops. 29.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπεισκυκλέω: ἐπικυλίω ἐντός, ἐπεισάγω, τὰ μηδὲν προσήκοντα ἐπεισκυκλοῦσιν Λουκ. πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 13· ἄλλ’ ἐπ’ ἄλλοις Λογγῖν. 22.4: - Παθ., εἰσκομίζομαι, εἰσάγομαι, Λουκ. Θεῶν Ἐκκλ. 9, Φιλοψευδ. 29, ἴδε ἐπεισκληθῆναι.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
ao. Pass. ἐπεισεκυκλήθην;
faire rouler ou faire glisser l’un après l’autre dans.
Étymologie: ἐπί, εἰσκυκλέω.
Greek Monotonic
ἐπεισκυκλέω: μέλ. -ήσω, κυλώ, τσουλάω εντός ή φέρνω το ένα πάνω στο άλλο, σε Λουκ. — Παθ., εισάγομαι, στον ίδ.