ἐπιγονή

From LSJ
Revision as of 22:48, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

ὑμῖν ἔξεστι εὐδαίμοσι γενέσθαι → to you it is permitted to be joyful, it is permitted to be happy, it is permitted to be fortunate, vobis licet esse beatis

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιγονή Medium diacritics: ἐπιγονή Low diacritics: επιγονή Capitals: ΕΠΙΓΟΝΗ
Transliteration A: epigonḗ Transliteration B: epigonē Transliteration C: epigoni Beta Code: e)pigonh/

English (LSJ)

ἡ,

   A increase, growth, ἐ. λαμβάνειν become larger, Plu.2.506f; μείζονος κακίας Luc.Tim.3; ἐνιαυτοῦ αἰγῶν κτλ. ἐ. the year's produce, Plu.Fab.4; τὴν ἐ. μακαρίαν [γίνεσθαι] SIG695.48 (ii B.C.); θρεμμάτων Ph.2.234; ζῴων Porph.Abst.1.16; ἐξ ἐπιγονῆς ἐπιγεγενημένοι πῶλοι BGU353.14 (ii A.D.).    2. offspring, breed, ἵππων D.S. 4.15; of men, LXX 2 Ch.31.16.    II. in Egypt, descendants of foreign military settlers, Μακεδών, Ἰουδαῖος τῆς ἐ, Wilcken Chr.241 (iii B.C.), Mitteis Chr.21.13 (iii B.C.), etc.; later apptly. used in legal fictions of a category of persons, Πέρσης τῆς ἐ. PStrassb.83.12 (ii B.C.), BGU 1134 (i B.C./i A.D.), etc.

German (Pape)

[Seite 933] ἡ, Nachwuchs, Nachkommenschaft, bes. von Thieren, Plut. Fab. M. 4; D. Sic. 4, 15; Ael. H. N. 2, 46; übtr. κακίας Luc. Tim. 3; ἐπιγονὴν λαμβάνει λόγος, das Gerücht wächst, Plut. garrul. 10.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιγονή: ἡ αὔξησις, ἀνάπτυξις, ἐπ. λαμβάνω, γίνομαι μεγαλείτερος, αὐξάνομαι, ἐπιγονὴν λαμβάνει καὶ πολλαπλασιασμὸν Πλούτ. 2. 506F· εἰς ἐπιγονὴν κακίας μείζονος, εἰς ἀναγέννησιν μεγαλειτέρας κακίας, Λουκ. Τιμ. 3· - ἐνιαυτοῦ ἐπ., ἡ τοῦ ἔτους παραγωγή, Πλουτ. Φάβ. 4. 2) γόνος, γένος (τῶν ἵππων τοῦ Διομήδους), ὧν τὴν ἐπιγονὴν συνέβη διαμεῖναι μέχρι τῆς Ἀλεξάνδρου βασιλείας Διόδ. 4. 15· ἐπὶ ἀνθρώπων, Ἑβδ. (Β΄ Παραλ. ΛΑ΄, 16).

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
1 production, produit ; race ; Égypte ptolémaïque τῆς ἐπιγονῆς terme désignant les fils des clérouques macédoniens ou perses établis en Égypte par les différents souverains lagides, donc nés en Égypte, ou « de la deuxième génération »;
2 croissance, progrès, développement.
Étymologie: ἐπιγίγνομαι.

Greek Monolingual

ἐπιγονή, η (AM)
(για ζώα) παραγωγή, γεννήματα
αρχ.
1. αύξηση, ανάπτυξη
2. γένος, ράτσα
3. οι απόγονοι ξένων στρατιωτικών εποίκων στην Αίγυπτο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + γον-ή (< γί-γν-ομαι), τ. που εμφανίζει την ετεροιωμένη βαθμίδα του αρχικού θ. γεν-].

Greek Monotonic

ἐπιγονή: ἡ, αύξηση, ανάπτυξη, παραγωγή, σε Πλούτ., Λουκ.