ἐξειργασμένως
From LSJ
τούτων γάρ ἑκάτερον κοινῷ ὀνόματι προσαγορεύεται ζῷον, καί ὁ λόγος δέ τῆς οὐσίας ὁ αὐτός → and these are univocally so named, inasmuch as not only the name, but also the definition, is the same in both cases (Aristotle, Categoriae 1a8-10)
English (LSJ)
Adv. pf. part. Pass. of ἐξεργάζομαι,
A carefully, accurately, Plu.Alex.1.
German (Pape)
[Seite 875] ausgearbeitet, genau, Plut. Alex. 1.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξειργασμένως: ἐπίρρ. μετοχῆς παθ. πρκμ. τοῦ ἐξεργάζομαι, μετ’ ἐπεξεργασίας, λεπτομερῶς, ἐν ἐκτάσει, Πλουτ. Ἀλέξ. 1.
French (Bailly abrégé)
adv.
avec un travail approfondi, avec soin.
Étymologie: ἐξειργασμένος part. pf. de ἐξεργάζομαι.
Greek Monotonic
ἐξειργασμένως: επίρρ. μτχ. Παθ. παρακ. του ἐξεργάζομαι, προσεκτικά, με ακρίβεια, πλήρως, απολύτως, σε Πλούτ.