ἐξονομαίνω
Οὐκ ἔστιν οὐδὲν κτῆμα κάλλιον φίλου → Nulla est amico pulchrior possessio → Als einen Freund gibt's keinen schöneren Besitz
English (LSJ)
A name, speak of by name, ἄνδρα Il.3.166; αἴδετο . . γάμον ἐξονομῆναι name, tell it, Od.6.66, cf. h.Ven.252; τὸ πλῆθος τοῦ ἀργυρίου SIG527.122 (Crete, iii B. C.).
German (Pape)
[Seite 886] bei Namen nennen, rufen; ἄνδρα Il. 3, 166; αἴδετο γάμον ἐξονομῆναι, sie schämte sich, die Hochzeit mit Namen zu nennen, Od. 6, 66; h. Ven. 253.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξονομαίνω: λέγω τὸ ὄνομά τινος, ὥς μοι καὶ τόνδ’ ἄνδρα... ἐξονομήνῃς, «ἐξ ὀνόματος εἴπῃς» (Σχόλ.), Ἰλ. Γ. 166· αἴδετο γὰρ γάμον ἐξονομῆναι, ν’ ἀναφέρῃ περὶ τοῦ γάμου, νὰ εἴπῃ περὶ αὐτοῦ ὀνομαστί, Ὀδ. Ζ. 66, πρβλ. Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἀφρ. 252.
French (Bailly abrégé)
appeler ou désigner par son nom.
Étymologie: ἐξ, ὄνομα.
English (Autenrieth)
aor. subj. -μήνῃς, inf. -μῆναι: call by name, name, mention, Od. 6.66.
Greek Monolingual
ἐξονομαίνω (Α)
1. καλώ ονομαστικά
2. εκφράζω ρητά, σαφώς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + ονομαίνω «ονομάζω» (< όνομα)].
Greek Monotonic
ἐξονομαίνω: μέλ. -ᾰνῶ, λέω το όνομα κάποιου, αναφέρω ονομαστικά, σε Όμηρ.