εὐδιάφθαρτος
From LSJ
οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time
English (LSJ)
ον,
A easily spoiled, Pl.Lg.845d.
German (Pape)
[Seite 1062] leicht zu verderben, leicht verderbend, ὕδωρ, Plat. Legg. VIII, 845 d.
Greek (Liddell-Scott)
εὐδιάφθαρτος: -ον, = τῷ ἑπομ., Πλάτ. Νομ. 845D.
Greek Monolingual
εὐδιάφθαρτος, -ον (Α)
αυτός που καταστρέφεται, που αφανίζεται εύκολα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -διαφθαρτος (< διαφθείρω), πρβλ. α-διάφθαρτος, δυσ-διάφθαρτος].