εὐψάμαθος
From LSJ
Θεὸν προτίμα, δεύτερον δὲ τοὺς γονεῖς → Post deum habeas parentes proximo loco → Vor allem ehre Gott, die Eltern gleich nach ihm
English (LSJ)
[ψᾰ], ον,
A sandy, AP6.223 (Antip.).
German (Pape)
[Seite 1111] sandreich, ἠϊών Ant. Sid. 14 (VI, 223).
Greek (Liddell-Scott)
εὐψάμᾰθος: -ον, ἀμμώδης, πλήρης ἄμμου, Ἀνθ. Π. 6. 223.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
couvert de sable.
Étymologie: εὖ, ψάμαθος.
Greek Monolingual
εὐψάμαθος, -ον (Α)
αμμώδης, γεμάτος άμμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ψάμαθος «άμμος»].
Greek Monotonic
εὐψάμᾰθος: -ον, αμμώδης, σε Ανθ.