ζορκάς

From LSJ
Revision as of 10:16, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (nl)

κύματα θαρσαλέως ποντοπόρει βιότου → the waves of life make bold furrows, travel boldly over the waves of life

Source

German (Pape)

[Seite 1140] άδος, ἡ, u. ζόρξ, ζορκός, = δορκάς, Her. 4, 192; Callim. Dian. 97.

Greek (Liddell-Scott)

ζορκάς: -άδος, ἡ ἴδε ἐν λ. δορκάς.

French (Bailly abrégé)

άδος (ἡ) :
ion. c. δορκάς, animal.

Greek Monolingual

ζορκάς, (-άδος) και ζόρξ, (-κός), ή (Α)
διαφ. τ. του δορκάς
ζαρκάδι.

Greek Monotonic

ζορκάς: -άδος, ἡ, βλ. δορκάς.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ζορκάς -άδος zie δορκάς.