θρόνωσις
χλανίσι δὲ δὴ φαναῖσι περιπεπεµµένοι καὶ µαστίχην τρώγοντες, ὄζοντες µύρου. τὸ δ’ ὅλον οὐκ ἐπίσταµαι ἐγὼ ψιθυρίζειν, οὐδὲ κατακεκλασµένος πλάγιον ποιήσας τὸν τράχηλον περιπατεῖν, ὥσπερ ἑτέρους ὁρῶ κιναίδους ἐνθάδε πολλοὺς ἐν ἄστει καὶ πεπιττοκοπηµένους → Dressed up in bright clean fine cloaks and nibbling pine-thistle, smelling of myrrh. But I do not at all know how to whisper, nor how to be enervated, and make my neck go back and forth, just as I see many others, kinaidoi, here in the city, do, and waxed with pitch-plasters.
English (LSJ)
εως, ἡ,= θρονισμός,
A enthronement of the newly initiated, at the mysteries of the Corybantes, Pl.Euthd.277d.
German (Pape)
[Seite 1220] ἡ, das auf den Stuhl Setzen; Plat. Euthyd. 277 d θρόνωσιν ποιεῖν περὶ τοῦτον, ὃν ἂν μέλλωσι τελεῖν, von der Aufnahme in die korybantischen Mysterien; der Aufgenommene wurde auf einen Stuhl gesetzt u. von den Korybanten umtanzt.
Greek (Liddell-Scott)
θρόνωσις: -εως, ἡ, = θρονισμός, ὁ ἐνθρονισμὸς τῶν νεωστὶ μυηθέντων εἰς τὰ μυστήρια τῶν Κορυβάντων, Πλάτ. Εὐθυδ. 277D, πρβλ. Λοβέκ. ἐν Ἀγλαοφ. 116.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
action de faire asseoir (cérémonie d’initiation aux mystères des Corybantes).
Étymologie: θρονόω.
Greek Monolingual
θρόνωσις, ἡ (Α) θρονούμαι
ο ενθρονισμός αυτών που είχαν μυηθεί στα μυστήρια τών Κορυβάντων.
Greek Monotonic
θρόνωσις: -εως, ἡ, ο ενθρονισμός των μελών που μυήθηκαν πρόσφατα στα μυστήρια, σε Πλάτ.