κακονοέω
From LSJ
Sophocles, Oedipus Coloneus l. 1225
English (LSJ)
A to be ill-disposed, bear malice, Lys.29.10.
German (Pape)
[Seite 1301] übelgesinnt, feindselig sein, τινί, Lys. 29, 10.
Greek (Liddell-Scott)
κακονοέω: εἶμαι κακῶς διατεθειμένος κατά τινος, δεικνεύω κακὴν πρόθεσιν ἐναντίον αὐτοῦ, Λυσ. 182. 18.
French (Bailly abrégé)
-οῶ;
être mal disposé pour, τινι.
Étymologie: κακόνοος.