καρποποιός

From LSJ
Revision as of 07:21, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (19)

ἔνθα οὐκ ἔστι πόνος, οὐ λύπη, οὐ στεναγμός, ἀλλὰ ζωὴ ἀτελεύτητοςwhere there is no pain, no sorrow, no sighing, but life everlasting

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καρποποιός Medium diacritics: καρποποιός Low diacritics: καρποποιός Capitals: ΚΑΡΠΟΠΟΙΟΣ
Transliteration A: karpopoiós Transliteration B: karpopoios Transliteration C: karpopoios Beta Code: karpopoio/s

English (LSJ)

όν,

   A making fruit, of Demeter, E.Rh.964:— later καρπο-ποιητικός Phlp.in GA193.21.

German (Pape)

[Seite 1328] Frucht hervorbringend, Demeter, Eur. Rhes. 964.

Greek (Liddell-Scott)

καρποποιός: -όν, ἐπὶ τῆς Δήμητρος, ἡ ποιοῦσα, παράγουσα καρπόν, Εὐρ. Ρῆσ. 964.

Greek Monolingual

καρποποιός, -όν (Α) αυτός που συντελεί στην παραγωγή καρπών («τῆς καρποποιοῡ παῑδα Δήμητρος θεᾱς», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < καρπός (Ι) + -ποιός (< ποιῶ), πρβλ. ειδο-ποιός, ηθο-ποιός.