καταμωκάομαι

From LSJ
Revision as of 23:40, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.

Sophocles, Oedipus at Colonus, 1280-4
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταμωκάομαι Medium diacritics: καταμωκάομαι Low diacritics: καταμωκάομαι Capitals: ΚΑΤΑΜΩΚΑΟΜΑΙ
Transliteration A: katamōkáomai Transliteration B: katamōkaomai Transliteration C: katamokaomai Beta Code: katamwka/omai

English (LSJ)

   A mock at, c. gen., Plu.Demetr.13, Epict.Ench.22: c. acc., Anon. ap. Suid.: abs., LXX 2 Ch.30.10, Hld.7.25, Sch.A.R.3.791.

German (Pape)

[Seite 1364] verspotten, verlachen, τινός, Plut. Demetr. 13; Epict. enchir. 22 u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

καταμωκάομαι: ἀποθ., ἐμπαίζω, καταγελῶ, ἄνευ πτώσεως, κλωγμὸς συριττόντων, καταμωκωμένων· μετὰ γεν., Πλουτ. Δημήτρ. 13, Ἐπικτ. Ἐγχειριδ. 22· μετ’αἰτ., Κλήμ. Ἀλ. 106, Ἀνών. παρὰ Σουΐδ.· «καταμωκᾶσθαι, κατειρωνεύεσθαι, διασύρειν, κωμῳδεῖν, διακωμῳδεῖν, τωθάζειν», ὡς συνώνυμα μνημονεύει ὁ Πολυδ. Ϛ΄, 200, (πρβλ. τὸ Γαλλ. (se) moquer de).

French (Bailly abrégé)

-ῶμαι;
se moquer de, gén. .
Étymologie: κατά, μωκάω.

Greek Monotonic

καταμωκάομαι: αποθ., εμπαίζω, κοροϊδεύω, τινος, σε Πλούτ.