κάτοινος

From LSJ
Revision as of 10:52, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (nl)

ἐν δὲ δικαιοσύνῃ συλλήβδην πᾶσ' ἀρετὴ ἔνι → in justice is all virtue found in sum, in justice is every virtue there is, in justice every virtue is brought together, justice contains in itself all the virtues

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κάτοινος Medium diacritics: κάτοινος Low diacritics: κάτοινος Capitals: ΚΑΤΟΙΝΟΣ
Transliteration A: kátoinos Transliteration B: katoinos Transliteration C: katoinos Beta Code: ka/toinos

English (LSJ)

ον,

   A drunken with wine, E.Ion 553 (troch.).    2 addicted to wine, D.S.5.26.    3 wine-coloured, Vett.Val.1.13.

German (Pape)

[Seite 1403] weinberauscht, trunken; Eur. Ion 553; D. Sic. 5, 26; von Phryn. in B. A. 23 statt θωρηχθείς empfohlen.

Greek (Liddell-Scott)

κάτοινος: -ον, μεθυσμένος ἐξ οἴνου, Εὐρ. Ἴων 553, Διόδ. 5. 26, Φρύν. ἐν Α. Β. 43. 12.

Greek Monolingual

κάτοινος, -ον (Α)
1. μεθυσμένος («ἔμφρον' ἤ κάτοινον ὄντα;», Ευρ.)
2. επιρρεπής στην οινοποσία, φιλοπότης
3. αυτός που έχει το χρώμα του οίνου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + -οινος (< οἶνος), πρβλ. έν-οινος, πάρ-οινος].

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κάτ-οινος -ον dronken.