κοιλάς

From LSJ
Revision as of 23:52, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

Ὁπόσον τῷ ποδὶ περρέχει τᾶς γᾶς, τοῦτο χάρις → Every inch of his stature is grace

Theocritus, Idylls, 30.3
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κοιλάς Medium diacritics: κοιλάς Low diacritics: κοιλάς Capitals: ΚΟΙΛΑΣ
Transliteration A: koilás Transliteration B: koilas Transliteration C: koilas Beta Code: koila/s

English (LSJ)

άδος, ἡ, Subst.,

   A hollow, δρυός Ps.-Phoc. 173, cf. Thphr. Fr.169; in a wall, LXXLe.14.37; in a rock, Str.12.3.11; deep valley, Pl.Epigr.5.6, LXXGe.14.8, al., BGU995 iii 4 (ii B.C.), SIG827 iii 11 (Delph., ii A.D.), Plb.5.44.7, D.S.3.15.    II Adj., fem. of κοῖλος, νεφέλαι Thphr.Sign.51 (nisi leg. κηλ-) ; εὐνή Tryph.194.

German (Pape)

[Seite 1466] άδος, ἡ, poet. fem. zu κοῖλος; – 1) als adject., hohl; πέτρη, κίστη, Nonn. D. 1, 515. 6, 87; auch τέχνη, aushöhlend, Tryphiod. 336, nach Conj. – 2) als subst., die Höhlung, das Thal; Pol. 5, 44, 7; ὀρῶν Hdn. 8, 1, 2; βαθεῖαι κοιλάδες D. Sic. 3, 15; Tryphiod. 590.

Greek (Liddell-Scott)

κοιλάς: άδος. ἡ, ὡς οὐσιαστ., κοίλωμα κοιλότης, δρυὸς Ψευδο-Φωκυλ. 161· ἐν βράχῳ, Στράβ. 545· βαθεῖα κοιλάς, βάθος μεταξὺ ὀρέων, Πλάτ. ἐν Ἀνθ. Π. 6. 43, Πολύβ. 5. 44, 7, Διόδ. 3. 15. ΙΙ. ὡς ἐπίθ. θηλ. τοῦ κοῖλος. Θεοφρ. Σημ. 4. 2, Τρυφ. 194.

French (Bailly abrégé)

άδος
1 adj. f. creux, enfoncé;
2 subst.κοιλάς creux, cavité ; particul. vallon, ravin.
Étymologie: κοῖλος.

Greek Monolingual

κοιλάς, -άδος, ἡ (AM)
βλ. κοιλάδα.

Greek Monotonic

κοιλάς: -άδος, ἡ (κοῖλος), κούφωμα, κοίλωμα, βαθιά κοιλάδα, σε Ανθ.