μηλοσφαγέω

From LSJ
Revision as of 00:20, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

ἐπ' ἀλλήλοισιν ἀμφικείμενοι → locked in each other's arms, clinging to one another

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μηλοσφᾰγέω Medium diacritics: μηλοσφαγέω Low diacritics: μηλοσφαγέω Capitals: ΜΗΛΟΣΦΑΓΕΩ
Transliteration A: mēlosphagéō Transliteration B: mēlosphageō Transliteration C: milosfageo Beta Code: mhlosfage/w

English (LSJ)

   A slay sheep, ἱερὰ μ. offer sheep in sacrifice, S.El.280: abs., μ. δαιμόνων ἐπ' ἐσχάραις E.Fr.628: generally, offer sacrifice, βουθύτοις ἐπ' ἐσχάραις Ar. Av.1232, cf.Porph.Abst.1.57; μ. εἰς ἀσπίδα Ar.Lys.189 (hence perh. to be read in A.Th.43 for ταυροσφ-): comically, offer, οἴνου σταμνίον Ar.Lys.196.

German (Pape)

[Seite 173] Schaafe schlachten, opfern; θεοῖσιν ἔμμην' ἱερά, Soph. El. 272; Ar. Av. 1232; auch οἴνου σταμνίον, opfern, Lys. 189.

Greek (Liddell-Scott)

μηλοσφᾰγέω: σφάζω πρόβατα, ἱερὰ μ., θυσιάζω πρόβατα, Σοφ. Ἠλ. 280· ἀπολ., μ. δαιμόνων ἐπ’ ἐσχάραις Εὐρ. Ἀποσπ. 630, πρβλ. Ἀριστοφ. Ὄρν. 1232· μ. ἐς ἀσπίδα Ἀριστοφ. Λυσ. 191. 2) καθόλου, προσφέρω, οἴνου σταμνίον αὐτόθι 196.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
égorger des brebis ou offrir des brebis en sacrifice.
Étymologie: μῆλον¹, σφάζω.

Greek Monotonic

μηλοσφᾰγέω: (σφάζω), μέλ. -ήσω, σφάζω πρόβατα, ἱερὰ μηλοσφαγῶ, προσφέρω πρόβατα σε θυσία, σε Σοφ.· απόλ., σε Αριστοφ.