μυρόχριστος

From LSJ
Revision as of 00:24, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

πολλὰ δ' ἄναντα κάταντα πάραντά τε δόχμιά τ' ἦλθον → and ever upward, downward, sideward, and aslant they went

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μῠρόχριστος Medium diacritics: μυρόχριστος Low diacritics: μυρόχριστος Capitals: ΜΥΡΟΧΡΙΣΤΟΣ
Transliteration A: myróchristos Transliteration B: myrochristos Transliteration C: myrochristos Beta Code: muro/xristos

English (LSJ)

ον,

   A anointed with unguent, E.Cyc.501 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 221] mit Oel gesalbt, Eur. Cycl. 499.

Greek (Liddell-Scott)

μῠρόχριστος: -ον, ὁ κεχρισμένος διὰ μύρου, Εὐρ. Κύκλ. 501.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
imprégné de parfums.
Étymologie: μύρον, χρίω.

Greek Monolingual

μυρόχριστος, -ον (Α)
αλειμμένος με μύρο, με άρωμαμυρόχριστος λιπαρὸν βόστρυχον», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μύρον + χριστός (< χρίω), πρβλ. πισσό-χριστος].

Greek Monotonic

μῠρόχριστος: -ον, αλειμμένος με μύρο, σε Ευρ.