οἰνοπότης

From LSJ
Revision as of 12:05, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (28)

μηδὲν κοτυλίζειν, ἀλλὰ καταπάττειν χύδην → not to sell by the cupful, but to dole out indiscriminately | not to sell by retail but wholesale

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οἰνοπότης Medium diacritics: οἰνοπότης Low diacritics: οινοπότης Capitals: ΟΙΝΟΠΟΤΗΣ
Transliteration A: oinopótēs Transliteration B: oinopotēs Transliteration C: oinopotis Beta Code: oi)nopo/ths

English (LSJ)

ου, ὁ,

   A wine-bibber, Anacr.97, Call.Epigr.37, Plb. 20.8.2, LXXPr.23.20, Ev.Matt.11.19 :—fem. οἰνόποτ-ις, ιδος, ἡ, Anacr.162, Ar.Th.393 (v. οἰνοπίπης).

Greek (Liddell-Scott)

οἰνοπότης: -ου, ὁ, ὁ πίνων οἶνον, Ἀνακρ. 98, Καλλ. Ἐπιγράμμ. 37, Πολύβ. 20. 8, 2 - θηλ. οἰνοπότις, -ιδος, ἡ, Ἀνακρ. 159, Ἀριστοφ. Θεσμ. 393 (ἴδε οἰνοπίπης).

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
buveur de vin.
Étymologie: οἶνος, πίνω.

English (Strong)

from οἶνος and a derivative of the alternate of πίνω; a tippler: winebibber.

English (Thayer)

ὀινοποτου, ὁ (οἶνος, and πότης a drinker), a winebibber, given to wine: Polybius 20,8, 2; Anacreon (530 B.C.>) fragment 98; Anthol. 7,28, 2.)

Greek Monolingual

ο, θηλ. οινοπότις (Α οἰνοπότης, θηλ. οἰνοπότις, -ιδος)
αυτός που ρέπει προς την οινοποσία, που του αρέσει να πίνει κρασί, μέθυσος, μπεκρής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἶνος + πότης (< θ. πο- του πίνω), πρβλ. γαλακτο-πότης.