ὀρχηστήρ

From LSJ
Revision as of 00:44, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

Ἢ μὴ γάμει τὸ σύνολον ἢ γαμῶν κράτει → Aut caelebs vive aut dominus uxori tuae → Bleib ledig oder herrsche über deine Frau

Menander, Monostichoi, 215
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀρχηστήρ Medium diacritics: ὀρχηστήρ Low diacritics: ορχηστήρ Capitals: ΟΡΧΗΣΤΗΡ
Transliteration A: orchēstḗr Transliteration B: orchēstēr Transliteration C: orchistir Beta Code: o)rxhsth/r

English (LSJ)

ῆρος, ὁ, = sq.,

   A κοῦροι ὀρχηστῆρες Il.18.494, cf. Hes.Fr.198.3 ; ὀρχηστῆρες Ἐνυοῦς Nonn.D.28.275; ὀρχηστὴρ πολέμοιο, i.e. warrior, ib.304 ; of fishes taken out of the water, Opp.C.1.61.

German (Pape)

[Seite 390] ῆρος, ὁ, = Folgdm; κοῦροι ὀρχηστῆρες, Il. 18, 494; Luc. salt. 13.

Greek (Liddell-Scott)

ὀρχηστήρ: -ῆρος, ὁ, = τῷ ὀρχηστής, κοῦροι ὀρχηστῆρες Ἰλ. Σ. 494, Ἡσ. Ἀποσπ. 94 Göttl. ΙΙ. ἰχθὺς σκιρτῶν ἢ πηδῶν, Ὀππ. Κυν. 1.61.

French (Bailly abrégé)

τῆρος (ὁ) :
danseur, particul. danseur qui joue la pantomime.
Étymologie: ὀρχέω.

English (Autenrieth)

ῆρος, and ὀρχηστής: dancer.

Greek Monolingual

ὀρχηστήρ, -ῆρος, ὁ (Α)
1. ορχηστής
2. ψάρι που σπαρταρά
3. φρ. «ὀρχηστὴρ πολέμοιο» — πολεμιστής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ὀρχησ- του ὀρχοῦμαι + επίθημα -τήρ (πρβλ. μνησ-τήρ)].

Greek Monotonic

ὀρχηστήρ: -ῆρος, ὁ, = το επόμ., σε Ομήρ. Ιλ.