οὐδαμόθεν

From LSJ
Revision as of 19:04, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

παραβλύζειν τοῦ οἴνου ἐν τῷ ὕπνωdisgorge wine in one's sleep, belch a bit of wine in one's sleep

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οὐδᾰμόθεν Medium diacritics: οὐδαμόθεν Low diacritics: ουδαμόθεν Capitals: ΟΥΔΑΜΟΘΕΝ
Transliteration A: oudamóthen Transliteration B: oudamothen Transliteration C: oudamothen Beta Code: ou)damo/qen

English (LSJ)

Adv. of οὐδαμός,

   A from no place, from no side, X.An. 2.4.23; οὐ. προσήκει μοί τινος And.4.34; οὐ. μαθών Pl.Prt.319d; οὐ. ἄλλοθεν Id.Phd.70d.

German (Pape)

[Seite 408] dem πόθεν entsprechend, von nirgendsher, von keinem Orte her; ὅτι οὐδαμόθεν ἄλλοθεν γίγνονται οἱ ζῶντες ἢ ἐκ τῶν τεθνεώτων Plat. Phaed. 70 d; οὐδαμόθεν μαθών Prot. 319 d; οὔτε ἐπέθετο οὐδεὶς οὐδαμόθεν Xen. An. 2; 4, 23.

Greek (Liddell-Scott)

οὐδᾰμόθεν: Ἐπίρρ. τοῦ οὐδαμός, ἐξ οὐδενὸς μέρους, Ξεν. Ἀν. 2. 4, 23· οὐδ. προσήκει μοί τινος Ἀνδοκ. 33. 30 οὐδ. μαθὼν Πλάτ. Πρωταγ. 319D· οὐδ. ἄλλοθεν ὁ αὐτ. ἐν Φαίδωνι 70D.

French (Bailly abrégé)

adv.
d’aucun côté, de nulle part.
Étymologie: οὐδαμός, -θεν.

Greek Monolingual

οὐδαμόθεν)
επίρρ. από κανένα μέρος, από πουθενάοὐδαμόθεν μαθών», Πλάτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < οὐδαμός + επιρρμ. κατάλ. -θεν (πρβλ. μηδαμό-θεν)].

Greek Monotonic

οὐδᾰμόθεν: επίρρ. του οὐδαμός, από κανέναν τόπο, από καμία πλευρά, σε Πλάτ. κ.λπ.