Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

πιτύστεπτος

From LSJ
Revision as of 21:20, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

Ποιητὴς, ὁπόταν ἐν τῷ τρίποδι τῆς Μούσης καθίζηται, τότε οὐκ ἔμφρων ἐστίν → Whenever a poet is seated on the Muses' tripod, he is not in his senses

Plato, Laws, 719c
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πῐτύστεπτος Medium diacritics: πιτύστεπτος Low diacritics: πιτύστεπτος Capitals: ΠΙΤΥΣΤΕΠΤΟΣ
Transliteration A: pitýsteptos Transliteration B: pitysteptos Transliteration C: pitysteptos Beta Code: pitu/steptos

English (LSJ)

ον, poet. for Πιτυόστ-,

   A pine-crowned, Πάν AP6.253 (Crin.).

German (Pape)

[Seite 622] sichtenbekränzt, Pan, Crinag. 7 (VI, 253).

Greek (Liddell-Scott)

πῐτύστεπτος: -ον, ποιητ. ἀντὶ πιτυόστ-, ἐστεμμένος διὰ πίτυος, Ἀνθ. Π. 6. 253.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à la couronne de pins, couronné de pins.
Étymologie: πίτυς, στεπτός.

Greek Monolingual

-ον, Α
(ποιητ. τ.) ο στεφανωμένος με πίτυ, με κλαδιά πεύκου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πίτυς + στεπτός (< στέφω), πρβλ. εριό-στεπτος].

Greek Monotonic

πῐτύστεπτος: -ον (στέφω), αυτός που είναι γεμάτος πεύκα, σε Ανθ.