πολύκεστος
From LSJ
οὐκ ἔστιν οὐδείς, οὐδ' ὁ Μυσῶν ἔσχατος → there is nobody, not even the last of the Mysians | there is nobody, not even the meanest of mankind
English (LSJ)
ον,
A with much needle-work, well-stitched, ἱμάς Il.3.371. (For -κεντ-τος.)
German (Pape)
[Seite 664] viel od. reich gestickt, ἱμάς, ein viel durchnähter, gesteppter Riemen, Il. 3, 371, πολύῤῥαφος u. ποικίλος erkl.
Greek (Liddell-Scott)
πολύκεστος: -ον, «πολυκέντητος, πολύρραφος, ποικίλος» (Σχόλ.), ἱμὰς Ἰλ. Γ. 371.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
orné de broderies ou de dessins variés.
Étymologie: πολύς, κεστός.
English (Autenrieth)
(κεντέω): much or richly embroidered, Il. 3.371†.
Greek Monolingual
-ον, Α
(επικ. τ.) πολυκέντητος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + κεστός «στολισμένος με κεντίδια» (< κεντῶ)].
Greek Monotonic
πολύκεστος: -ον, καλοραμμένος, σε Ομήρ. Ιλ.