ᾗ μήτε χλαῖνα μήτε σισύρα συμφέρει → content neither with cloak nor rug, be never satisfied, can't get no satisfaction, be hard to please
Full diacritics: στομωτός | Medium diacritics: στομωτός | Low diacritics: στομωτός | Capitals: ΣΤΟΜΩΤΟΣ |
Transliteration A: stomōtós | Transliteration B: stomōtos | Transliteration C: stomotos | Beta Code: stomwto/s |
όν,
A hardened, cj. Herm. in A.Fr.252.
στομωτός: -όν, ῥηματ. ἐπίθ., ἐσκληρυμμένος, κοπτερός, ὀξύς, σκληρός (;) Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 248.
-ή, -όν, Α στομῶ
(για σιδερένιο εργαλείο) ατσαλωμένος, βαμμένος, κοφτερός.