στομωτός

From LSJ
Revision as of 12:32, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (38)
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στομωτός Medium diacritics: στομωτός Low diacritics: στομωτός Capitals: ΣΤΟΜΩΤΟΣ
Transliteration A: stomōtós Transliteration B: stomōtos Transliteration C: stomotos Beta Code: stomwto/s

English (LSJ)

όν,

   A hardened, cj. Herm. in A.Fr.252.

Greek (Liddell-Scott)

στομωτός: -όν, ῥηματ. ἐπίθ., ἐσκληρυμμένος, κοπτερός, ὀξύς, σκληρός (;) Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 248.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α στομῶ
(για σιδερένιο εργαλείο) ατσαλωμένος, βαμμένος, κοφτερός.