συνεξορμάω
ἡδονήν, μέγιστον κακοῦ δέλεαρ → pleasure, the greatest incitement to evildoing | pleasure, a most mighty lure to evil | pleasure, the great bait to evil
English (LSJ)
A help to urge on, Isoc.10.52; τὰ ζῷα πρὸς τοὺς συνδυασμούς Plu.2.685e; ὁ ἥλιος σ. τὰ πνεύματα assists in raising them, Arist.Mete.361b14. II intr., rush forth or sally out together, X.Cyr.1.4.20 (v.l. ἐξορμᾷ), 7.1.29, Hell.Oxy.15.3, Plb.10.37.6; ὕλη συνεξορμᾷ τῷ σίτῳ shoots up along with the corn, X.Oec.17.12,14:—Pass., D.C.41.9. 2 set out together, ἅμα ἡμῖν Arch.Pap.2.515.8 (i B.C.), cf. PTeb.18.8 (ii B.C.).
Greek (Liddell-Scott)
συνεξορμάω: συμπαρορμῶ, συμπροτρέπω, ὅμως αὐτοὺς συνεξώρμησαν καὶ συνέπεμψαν Ἰσοκρ. 216C· τινα πρός τι Πλούτ. 2. 685Ε· ὁ ἥλιος καὶ παύει καὶ συνεξορμᾷ τὰ πνεύματα, βοηθεῖ, συντελεῖ καὶ εἰς παῦσιν καὶ εἰς ἐξέγερσιν τῶν ἀνέμων, Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 5, 1. ΙΙ. ἀμεταβ., ἐξορμῶ, ἐξέρχομαι, ποιῶ ἔξοδον ὁμοῦ, Ξεν. Κύρ. 1. 4, 20., 7. 1, 29· ὕλη συνεξορμᾷ τῷ σίτῳ, ἐκβλαστάνει, φύεται ὁμοῦ μετὰ τοῦ σίτου, ὁ αὐτ. ἐν Οἰκ. 17, 12 καὶ 14· ― οὕτως ἐν τῷ παθητ., Δίων. Κ. 41. 9.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
1 tr. pousser ou exciter en même temps;
2 intr. s’élancer ou partir avec ou en même temps.
Étymologie: σύν, ἐξορμάω.
Greek Monotonic
συνεξορμάω: μέλ. -ήσω,
I. προτρέπω, εξεγείρω, παρορμώ, παρακινώ από κοινού, σε Ισοκρ.
II. αμτβ., εξορμώ, επιπίπτω ή κάνω επιδρομή, εκστρατεύω, από κοινού, σε Ξεν.