ταλαντεία

From LSJ
Revision as of 12:55, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (40)

ὅταν δὲ τἄμ' ἀθυμήσαντ' ἴδῃς, σύ μου τὸ δεινὸν καὶ διαφθαρὲν φρενῶν ἴσχναινε παραμυθοῦ θ' → whenever you see me despondent over my situation, do what you can to lessen and relieve what is wild and senseless in my thinking | whenever you see me despondent, you must cure the grim derangement of my mind and encourage me

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τᾰλαντεία Medium diacritics: ταλαντεία Low diacritics: ταλαντεία Capitals: ΤΑΛΑΝΤΕΙΑ
Transliteration A: talanteía Transliteration B: talanteia Transliteration C: talanteia Beta Code: talantei/a

English (LSJ)

ἡ,

   A the swaying motion of anything suspended, prob. cj. in Pl.Cra.395e (τανταλεία codd. BT).

German (Pape)

[Seite 1064] ἡ, v. l. für τανταλεία Plat. Crat. 395 d.

Greek (Liddell-Scott)

τᾰλαντεία: ἡ, ἡ πρὸς τὰ ἐμπρὸς καὶ πρὸς τὰ ὀπίσω κίνησις πράγματος αἰωρουμένου, Πλάτ. Κρατ. 395Ε (διάφ. γραφ. τανταλεία)· - τᾰλάντευσις, ἡ, = ταλαντεία, Βυζ.

Greek Monolingual

και τανταλεία, ἡ, Α
ταλάντευση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ταλαντεύω. Ο τ. τανταλεία με αντιμετάθεση τών συμφώνων].