Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

τετράσκαλμος

From LSJ
Revision as of 12:54, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (41)

Ποιητὴς, ὁπόταν ἐν τῷ τρίποδι τῆς Μούσης καθίζηται, τότε οὐκ ἔμφρων ἐστίν → Whenever a poet is seated on the Muses' tripod, he is not in his senses

Plato, Laws, 719c
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τετράσκαλμος Medium diacritics: τετράσκαλμος Low diacritics: τετράσκαλμος Capitals: ΤΕΤΡΑΣΚΑΛΜΟΣ
Transliteration A: tetráskalmos Transliteration B: tetraskalmos Transliteration C: tetraskalmos Beta Code: tetra/skalmos

English (LSJ)

ον,

   A four-oared, D.S.40.1.

German (Pape)

[Seite 1099] mit vier Rudern, D. Sic.

Greek (Liddell-Scott)

τετράσκαλμος: -ον, ὁ ἔχων τέσσαρας σκαλμούς, τετράκωπος, τετρασκάλμου πλοίου Διοδ. Ἐκλογ. 632. 77.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που έχει τέσσερεις σκαλμούς, τετράκωπος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + σκαλμός «μικρός πάσσαλος, όπου στηρίζεται το κουπί» (πρβλ. πεντά-σκαλμος)].