τερατωπός

From LSJ
Revision as of 02:04, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τερᾰτωπός Medium diacritics: τερατωπός Low diacritics: τερατωπός Capitals: ΤΕΡΑΤΩΠΟΣ
Transliteration A: teratōpós Transliteration B: teratōpos Transliteration C: teratopos Beta Code: teratwpo/s

English (LSJ)

όν,

   A marvellous-looking, τ. ἰδέσθαι h.Pan.36.

German (Pape)

[Seite 1093] mit wunderbarem od. widernatürlichem Gesicht, wunderbar anzusehen, H. h. l 8. 36.

Greek (Liddell-Scott)

τερᾰτωπός: -όν, ὁ θαυμαστὸς φαινόμενος, τ. ἰδέσθαι Ὁμ. Ὕμν. 18. 36.

French (Bailly abrégé)

ός, όν :
d’un aspect merveilleux ou prodigieux.
Étymologie: τέρας, ὤψ.

Greek Monolingual

-όν, Α
(ποιητ. τ.) τερατώδης όψη, τερατόμορφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τέρας, -ατος + -ωπός (βλ. λ. ὄπωπα), πρβλ. χαρ-ωπός].

Greek Monotonic

τερᾰτωπός: -όν (ὤψ), αυτός που δείχνει θαυμάσιος στην όψη, σε Ομηρ. Ύμν.