ὑπηρέσιον
ἀμείνω δ' αἴσιμα πάντα (Odyssey VII.310 / XV.71) → all things are better in moderation
English (LSJ)
τό,
A cushion on a rower's bench, Th.2.93, Isoc.8.48, PCair.Zen.54.44 (iii B. C.); εἰς ὑ. καὶ κώπην, i.e. to rowers' service, Plu.Them.4. 2 riding-pad or saddle-cloth, D.S.20.4. II rowers' pay, AB312, Phot. III = ὑπηρετικὸν πλοῖον, Eratosth. ap.Str.2.1.23.
German (Pape)
[Seite 1206] τό, die Unterlage od. das Sitzkissen auf der Ruderbank für die Ruderer, Thuc. 2, 93; εἰς ὑπ. καὶ κώπην συνέστειλε τὸν δῆμον, d. i. zum Ruderdienst, Plut. Them. 4; auch Sattel od. Pferdedecke, D. Sic. 20, 4; – Lohn des Ruderers, B. A. 312, Phot.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπηρέσιον: τό, τὸ ὑπόστρωμα ἐφ’ οὗ ἐκάθητο ὁ ἐρέτης, Θουκ. 2. 93, Ἰσοκρ. 169Α· «ὡς ἄρα Θεμιστοκλῆς τὸ δόρυ καὶ τὴν ἀσπίδα τῶν πολιτῶν παρελόμενος, εἰς ὑπηρέσιον καὶ κώπην συνέστειλε τὸν τῶν Ἀθηναίων δῆμον» Πλουτ. Θεμιστ. 4· - ὡσαύτως, ὑπόστρωμα ἢ σάγμα πρὸς ἱππασίαν, Διόδ. 20. 4. - Καθ’ Ἡσύχ.: «ὑπηρέσια· τῶν κωπηλατούντων δέσματά τινα, ὡς προσκεφάλαια ἐφ’ ὧν καθέζονται». ΙΙ. «ὑπηρέσιον· ὁ διδόμενος μισθὸς τοῖς ὑπηρετοῦσι, τοῖς στρατευομένοις καὶ ἐρέσσουσι καὶ δουλεύουσιν· τοῦ ὀνόματος ἀπὸ τοῦ ὑπηρετεῖν κληθέντος» Φώτ. 625, 16, Α. Β. 312. 27. ΙΙΙ. = ὑπηρετικὸν πλοῖον, Στράβ. 79.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
1 coussin ou couverture que les rameurs fixaient sur leurs bancs;
2 vaisseau garni de rameurs.
Étymologie: ὑπηρέτης.
Greek Monotonic
ὑπηρέσιον: τό (ὑπηρέτης),
I. υπόστρωμα, μαξιλαράκι σε κάθισμα κωπηλάτη, σε Θουκ.
II. = ὑπηρετικὸν πλοῖον, σε Στράβ.