φειδωλή

From LSJ
Revision as of 02:24, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

ἄλογον δὴ τὸ μήτε μάχης ἄρξασθαι μήτε τοὺς φίλους φυλάξαι, ἐὰν ὑπό γε τῶν βαρβάρων ἀδικῆσθε → It is irrational neither to begin battle nor to guard the friends, if you are ever wronged by the foreigners

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φειδωλή Medium diacritics: φειδωλή Low diacritics: φειδωλή Capitals: ΦΕΙΔΩΛΗ
Transliteration A: pheidōlḗ Transliteration B: pheidōlē Transliteration C: feidoli Beta Code: feidwlh/

English (LSJ)

ἡ, = foreg., Il.22.244, Sol.13.46, AP12.31 (Phan.).

German (Pape)

[Seite 1260] ἡ, = φειδώ; Il. 22, 244; Solon frg. 5, 46; Phani. 1 (XII, 31).

Greek (Liddell-Scott)

φειδωλή: ἡ, = φειδώ, μηδέ τι δούρων ἔστω φειδωλὴ Ἰλ. Χ. 244, Σόλων 12. 46· φειδωλὴν ἀπόθου Ἀνθ. Π. 12, 31.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
c. φειδώ.

English (Autenrieth)

sparing, grudging use, Il. 22.244†.

Greek Monolingual

ἡ, Α
1. φειδώ, οικονομία
2. θηλ. τοῡ φειδωλός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φείδ-ομαι + επίθημα -ωλή (πρβλ. εὐχ-ωλή, τερπ-ωλή). Αξίζει να σημειωθεί ότι, ενώ η κατάλ. -ωλή έχει προέλθει από την κατάλ. τών επιθ. -ωλός, το ουσ. φειδωλή είναι αρχαιότερο του φειδωλός. Ανάλογη περίπτωση παρατηρείται και στο ζεύγος ἁμαρτωλή: ἁμαρτωλός.

Greek Monotonic

φειδωλή: ἡ, = φειδώ, σε Ομήρ. Ιλ., Σόλωνα.