φιλομουσία

From LSJ
Revision as of 02:28, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

γελᾷ δ' ὁ μωρός, κἄν τι μὴ γέλοιον ᾖ → the fool laughs even when there's nothing to laugh at

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῐλομουσία Medium diacritics: φιλομουσία Low diacritics: φιλομουσία Capitals: ΦΙΛΟΜΟΥΣΙΑ
Transliteration A: philomousía Transliteration B: philomousia Transliteration C: filomousia Beta Code: filomousi/a

English (LSJ)

ἡ,

   A love of music or of the Muses, Agatharch.7, Str.14.2.21, Plu.2.238b, Luc.DMar.8.2, etc.

German (Pape)

[Seite 1282] ἡ, Musenliebe, Liebe zu den schönen, den Musenkünsten, Luc. D. Mer. 8, 2.

Greek (Liddell-Scott)

φῐλομουσία: ἡ, ἡ πρὸς τὰς Μούσας ἀγάπη, Πλούτ. 2. 283Β, Λουκ. Ἐνάλ. Διάλ. 8, 2, κλπ.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
amour des Muses, càd des lettres, des arts.
Étymologie: φιλόμουσος.

Greek Monolingual

η, ΝΑ φιλόμουσος
η αγάπη για τις Καλές Τέχνες και, ιδίως, για τη μουσική.

Greek Monotonic

φῐλομουσία: ἡ, αγάπη για τις Μούσες, σε Λουκ.