κρήμνημι

From LSJ
Revision as of 23:12, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

τὰ πρὸ Εὐκλείδου ἐξετάζειν → investigate what happened before the flood, investigate what happened in the distant past, investigate what happened before Euclid, investigate what happened before the year of Euclid

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κρήμνημι Medium diacritics: κρήμνημι Low diacritics: κρήμνημι Capitals: ΚΡΗΜΝΗΜΙ
Transliteration A: krḗmnēmi Transliteration B: krēmnēmi Transliteration C: krimnimi Beta Code: krh/mnhmi

English (LSJ)

   A = κρεμάννυμι, hang, ἄγκυραν ποτὶ . . ναῒ κρημνάντων Pi.P.4.25, cf.Arist.Mir. 831a8 (v.l.); κρήμνη (imper.) σεαυτὴν ἐκ . . ἀντηρίδος E.Fr.1111 ( = Eup.455); crucify, τούσδε ἐκρήμνη (impf.) App.Mith.97:—Pass., κρήμναμαι hang, be suspended, E.El.1217 (lyr., κριμν-), App.BC1.71; float in air, ὕπερθ' ὀμμάτων κρημναμενᾶν νεφελᾶν A.Th.229 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 1507] hinabstürzen, -werfen (κρημνός). hängen, schweben lassen (κρεμάννυμι); ἄγκυραν κρημνάντων Pind. P. 4, 25; κρήμνη, imperat., Eur. fr. inc. 150; ἐκρήμνη τινάς, er ließ sie aufhängen, App. Mithr. 97. – Med. κρήμναμαι, herabhangen, schweben; ὕπερθ' ὀμμάτων κρημναμενᾶν νεφελᾶν Aesch. Spt. 211; ἐκρήμνατο Eur. El. 1217; Sp., wie Ath. XIII, 585 e; App. B. C. 1, 66.

Greek (Liddell-Scott)

κρήμνημι: κρεμάννυμι, «κρεμῶ», ἀγκύραν ποτέ... ναῒ κρημνάντων Πινδ. Π. 4. 42· κρήμνη (προστακτ.) σεαυτὴν ἐξ... ἀντηρίδος Εὐρ. ἐν Ἀδήλ. 150· τούσδε ἐκρήμνη (παρατατ.) Ἀππ. Μιθριδ. 97· ― Παθ., κρήμναμαι, εἶμαι «κρεμασμένος», κρέμαμαι, Εὐρ. Ἠλ. 1217· αἰωροῦμαι ἐν τῷ ἀέρι, ὕπερθ’ ὀμμμάτων κρημναμενᾶν νεφελᾶν Αἰσχύλ. Θήβ. 229. Πρβλ. ἐκ-, κατακρήμναμαι.

French (Bailly abrégé)

suspendre.
Étymologie: cf. κρεμάννυμι.

Greek Monolingual

κρήμνημι (Α)
βλ. κρίμνημι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. κρεμώ].

Russian (Dvoretsky)

κρήμνημι: (только praes. и impf.) свешивать вниз, опускать (ἄγκυραν Pind.). - см. тж. κρήμναμαι 1.