παρείσειμι
From LSJ
ἀλλὰ διὰ τῆς ἀγάπης δουλεύετε ἀλλήλοις. ὁ γὰρ πᾶς νόμος ἐν ἑνὶ λόγῳ πεπλήρωται, ἐν τῷ Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → but be enslaved to each other through love; for the whole Torah is fulfilled in one statement: You will love your neighbor as yourself (Galatians 5:13f.)
English (LSJ)
(εἶμι
A ibo), = παρεισέρχομαι, Men.202, Nicostr. Com.4, Philippid.8, Arist.Resp.476a30.
German (Pape)
[Seite 512] (s. εἶμι), = παρεισέρχομαι; Antiphan. bei Ath. III, 118 e; Pol. 5, 75, 8, wie a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
παρείσειμι: (εἶμι), = παρεισέρχομαι, Νικόστρατ. ἐν «Ἀντύλλῳ» 1, Φιλιππίδης ἐν Ἀνανεώσει» 4. Ἀριστ. π. Ἀναπν. 11, 3.
Greek Monolingual
Α
παρεισέρχομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + εἴσειμι «έρχομαι, εισέρχομαι»].
Russian (Dvoretsky)
παρείσειμι: Arst. = παρεισέρχομαι.