παρείσειμι

From LSJ
Revision as of 06:40, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3b)

ἀλλὰ διὰ τῆς ἀγάπης δουλεύετε ἀλλήλοις. ὁ γὰρ πᾶς νόμος ἐν ἑνὶ λόγῳ πεπλήρωται, ἐν τῷ Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → but be enslaved to each other through love; for the whole Torah is fulfilled in one statement: You will love your neighbor as yourself (Galatians 5:13f.)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρείσειμι Medium diacritics: παρείσειμι Low diacritics: παρείσειμι Capitals: ΠΑΡΕΙΣΕΙΜΙ
Transliteration A: pareíseimi Transliteration B: pareiseimi Transliteration C: pareiseimi Beta Code: parei/seimi

English (LSJ)

(εἶμι

   A ibo), = παρεισέρχομαι, Men.202, Nicostr. Com.4, Philippid.8, Arist.Resp.476a30.

German (Pape)

[Seite 512] (s. εἶμι), = παρεισέρχομαι; Antiphan. bei Ath. III, 118 e; Pol. 5, 75, 8, wie a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

παρείσειμι: (εἶμι), = παρεισέρχομαι, Νικόστρατ. ἐν «Ἀντύλλῳ» 1, Φιλιππίδης ἐν Ἀνανεώσει» 4. Ἀριστ. π. Ἀναπν. 11, 3.

Greek Monolingual

Α
παρεισέρχομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + εἴσειμι «έρχομαι, εισέρχομαι»].

Russian (Dvoretsky)

παρείσειμι: Arst. = παρεισέρχομαι.