παρθενεία
English (LSJ)
ἡ,
A virginity, E.Heracl.592, Tr.980 :—more freq. παρθενία, Ep. παρθενίη, Sapph.102, Pi.I.8(7).48, A.Pr.898 (lyr.), E.Ph.1487 (lyr.), Arist.Pr.894b35, A.R.2.502, LXX Je.3.4, Parth.26.2, Sor.1.30 ; ἀπὸ τῆς π. or ἀπὸπ., Ev.Luc.2.36, IG12(7).395.20 (Amorgos) ; ἐκ π. Plu.Brut.13, PSI1.41.5 (iv A.D.) ; of a man, Ach. Tat.5.20.
German (Pape)
[Seite 521] ἡ, Jungfrauenschaft, Eur. Troad. 980 u. öfter. S. παρθενία.
Greek (Liddell-Scott)
παρθενεία: ἡ, ὡς καὶ νῦν, ἡ κατάστασις τῆς παρθένου, Εὐρ. Ἡρακλ. 592, Τρῳ. 980˙ ὡσαύτως παρθενία Πινδ. Ι. 8. 95, Αἰσχύλ. Π. 898, Εὐρ. Φοίν. 1487, Ἀριστ. Προβλ. 9. 36, 3.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
virginité.
Étymologie: παρθένος.
Greek Monolingual
η
παρθενεύω η ιδιότητα της παρθένου, παρθενιά.
Greek Monotonic
παρθενεία: ἡ (παρθένος), παρθενία, παρθενικότητα, αγνότητα, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
παρθενεία: ἡ девичество Eur.