πλόϊμος

From LSJ
Revision as of 02:24, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (3b)

Γυναικὶ κόσμοςτρόπος, οὐ τὰ χρυσία → Non ornat aurum feminam at mores probi → Die Art schmückt eine Frau, nicht güldenes Geschmeid

Menander, Monostichoi, 92

German (Pape)

[Seite 637] = πλώϊμος; so hat Bekker im Thuc.; Dem. 56, 23.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
c. πλώϊμος.

Greek Monolingual

-η, -ο / πλόϊμος, -ον, ΝΜΑ, και πλώιμος / πλώϊμος, ΝΑ πλόος/πλους]
νεοελλ.
αυτός που είναι κατάλληλος ή ευνοϊκός για ταξίδι με πλοίο
νεοελλ.-αρχ.
(για ποτάμι) αυτός που μπορεί να τον διαπλεύσει κανείς με πλοίο, πλωτός
μσν.
1. το ουδ. ως ουσ. τὸ πλόιμον
το πολεμικό ναυτικό
2. φρ. α) «βασιλικὸν πλόϊμον» — ονομασία που έφερε στο Βυζάντιο η κύρια δύναμη του πολεμικού ναυτικού, που είχε τη βάση της στον Βόσπορο και είχε ως διοικητή ανώτατο αξιωματικό, ο οποίος αρχικά έφερε τον τίτλο του δρουγγαρίου τών πλοΐμων, ενώ προς τα τέλη της αυτοκρατορίας είχε τον τίτλο του μεγάλου δούκα
β) «θεματικὸν πλόϊμον» — εφεδρική δύναμη του βασιλικού πλοΐμου που εξοπλιζόταν από τα θέματα, δηλαδή από τις μεγάλες στρατιωτικές και διοικητικές περιοχές
αρχ.
1. (για ανθρώπους) αυτός που μπορεί να επιχειρήσει ένα ταξίδι με πλοίο
2. (για πλοία) ο κα τάλληλος να πλεύσει, αυτός που μπορεί να ταξιδέψει
3. αυτός που παρέχει τη δυνατότητα για ταξίδι με πλοίο
4. (για άνεμο) ευνοϊκός για πλου, ούριος
5. (για ξύλο) κατάλληλος για ναυπήγηση πλοίων, ναυπηγίσιμος
6. (για σκεύη ή εμπορεύματα) αυτός που μεταφέρεται με πλοίο
7. φρ. α) «πλώϊμος [και πλόϊμος] γίγνεται» — ο καιρός γίνεται κατάλληλος για ταξίδι με πλοίο
β) «πλωϊμοτέρα γίγνεται [ή ἐστί]» — οι περιστάσεις γίνονται μάλλον ευνοϊκές για τη ναυτιλία.

Greek Monotonic

πλόϊμος: βλ. πλώιμος.

Russian (Dvoretsky)

πλόϊμος: Thuc., Dem. = πλώϊμος.