πολυπλήθεια
Sunt verba voces quibus hunc lenire dolorem possis, magnam morbi deponere partem → Words will avail the wretched mind to ease and much abate the dismal black disease.
English (LSJ)
Ion. πολυπληθ-είη, ἡ,
A great quantity or number, ὕδατος Hp. Aër.15, cf. Aen.Tact.3.1; [τῶν φαττῶν] Arist.HA562b29, cf. Ocell.4.5, Aen.Gaz.Thphr.p.47 B., SIG880.40 (Pizus, iii A.D.), etc.:—written πολυπληθ-πληθία, S.Fr.667.1 (lyr.), Hyp.Fr.266, D.ap.Poll.4.163, LXX 2 Ma.8.16, Str.16.2.23.
German (Pape)
[Seite 668] ἡ, große Menge; Hippocr.; Arist. H. A. 6, 4 u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
πολυπλήθεια: ἡ, μέγα πλῆθος, μεγάλη ποσότης, ὕδατος Ἱππ. π. Ἀέρ. 290· τῶν φαττῶν Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 4, 6, κτλ.· φέρεται πολυπληθία ἐν Σοφ. Ἀποσπ. 583, Δημ. παρὰ Πολυδ. Δ΄, 463, Στράβ. 757 κλπ.
Greek Monolingual
και πολυπληθία, ἡ, Α πολυπληθής
μεγάλο πλήθος, μεγάλη ποσότητα.
Russian (Dvoretsky)
πολυπλήθεια: ἡ большое количество, множество Arst.