προσδέρκομαι

From LSJ
Revision as of 03:08, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (4)

ἔτλην δ' οἷ' οὔ πώ τις ἐπιχθόνιος βροτὸς ἄλλος → I have endured as much as no other mortal

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσδέρκομαι Medium diacritics: προσδέρκομαι Low diacritics: προσδέρκομαι Capitals: ΠΡΟΣΔΕΡΚΟΜΑΙ
Transliteration A: prosdérkomai Transliteration B: prosderkomai Transliteration C: prosderkomai Beta Code: prosde/rkomai

English (LSJ)

Ep. ποτιδέρκομαι Il.16.10, Od.17.518: aor. Act.

   A -έδρᾰκον A.Pr.903 (lyr.), Eu.166(lyr.):—Pass.-εδέρχθην in act. sense, Id.Pr.53: pf. -δέδορκα interpol. in E.Ph.144:—look at, behold, c. acc., Od.20.385,    A Il. cc., etc.; προσδέρκεσθέ μ' ὄμμασιν E.Med.1040; ἃς οὔθ' ἥλιος π. ἀκτῖσιν . . A.Pr.796.    II look closely, S.OC121 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 755] (s. δέρκομαι), ansehen, anblicken; c. acc., Od. 20, 385; dor. ποτιδέρκομαι, Il. 16, 10 Od. 17, 518; oft bei den Tragg.: μή σ' ἐλινύοντα προσδερχθῇ πατήρ, Aesch. Prom. 53; ἃς οὔθ' ἥλιος προσδέρκεται ἀκτῖσιν, οὔθ' ἡ νύκτερος μήνη, 798; προσδρακεῖν, Eum. 160; προσδέρκου πανταχῆ, Soph. O. C. 122; τί προσδέρκεσθέ μ' ὄμμασιν, Eur. Med. 1040; προσδεδορκώς Phoen. 146.

Greek (Liddell-Scott)

προσδέρκομαι: Δωρικ. ποτιδέρκομαι Ἰλ. Π. 10, Ὀδ. Ρ. 518· μέλλ. -δέρξομαι· ἀόρ. ἐνεργ. -έδρακον Αἰσχύλ. Πρ. 903, Εὐμ. 167, παθ. -εδέρχθην ὁ αὐτ. ἐν Πρ. 53· πρκμ. -δέδορκα· ἀποθ. Προσβλέπω, βλέπω, παρατηρῶ, μετ’ αἰτ., Ὀδ. Υ. 385, Αἰσχύλ., κλπ.· πρσδέρκεσθέ μ’ ὄμμασι Εὐρ. Μήδ. 1040· ἃς οὔθ’ ἥλιος πρ. ἀκτῖσιν... Αἰσχύλ. Πρ. 796. ΙΙ. βλέπω ἐκ τοῦ πλησίον, «κυττάζω», Σοφ. Ο. Κ. 122.

French (Bailly abrégé)

f. προσδέρξομαι, ao. προσέδρακον ou προσεδέχθην, etc.
regarder vers ou en face, considérer, acc..
Étymologie: πρός, δέρκομαι.

Greek Monolingual

Α
1. βλέπω, κοιτάζω κάποιον
2. βλέπω από κοντά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + δέρκομαι «βλέπω, παρατηρώ»].

Greek Monotonic

προσδέρκομαι: Δωρ. ποτι-δέρκομαι· μέλ. -δέρξομαι· με Ενεργ. αορ. βʹ -έδρᾰκον, Παθ. αόρ. αʹ -εδέρχθην, παρακ. -δέδορκα, αποθ.
I. παρατηρώ, βλέπω, σε Ομήρ. Οδ., Αισχύλ. κ.λπ.
II. βλέπω από κοντά, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

προσδέρκομαι: дор. ποτιδέρκομαι (fut. προσδέρξομαι, aor. προσέδρακον и προσεδέρχθην) взирать, глядеть, смотреть (τινα и τι Hom., Trag.): ἃς οὔθ᾽ ἥλιος προσδέρκεται ἀκτῖσιν Aesch. которых и солнце не освещает (досл. не созерцает) своими лучами; προσδέρκου! Soph. взгляни!; μή σ᾽ ἐλινύοντα προσδερχθῇ Aesch. чтобы он не увидел, как ты медлишь.