σᾶμα
Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt
English (LSJ)
τό, Dor. for σῆμα (q.v.).
German (Pape)
[Seite 860] τό, σαμαίνω, dor. statt σῆμα, σημαίνω.
Greek (Liddell-Scott)
σᾶμα: τό, Δωρικ. ἀντὶ σῆμα, Πίνδ. - Καθ’ Ἡσύχ.: «σᾶμα· μνῆμα, Δωριεῖς δὲ στοιχεῖον».
English (Slater)
ςᾱμα (σάματι, σᾶμα, σάμασιν.)
a indication θεοῦ σάμασιν πιθόμενοι (P. 4.199) πολέμοιο δὲ σᾶμα φέρεις; (Scaliger: δις ἅμα codd. Dion. Hal.) (Pae. 9.13) fig., πείθονται δ' ἀοιδοὶ σάμασιν (sc. τῆς φόρμιγγος: i. e. notes) (P. 1.3)
b tomb ἀρχαίῳ σάματι πὰρ Πέλοπος (O. 10.24) τὸν κρύψαν ἔνερθ' ὑπὸ γᾶν διφρηλάτα Ἀμφιτρύωνος σάματι (P. 9.82) ἀφνεὸς πενιχρός τε θανάτου παρὰ σᾶμα νέονται (πέρας ἅμα coni. Weiseler) (N. 7.20) Ἀμ]φιτρύωνί τε σᾶμα χέω[ν fr. 169. 48.
Greek Monolingual
τὸ, Α
(δωρ. τ.) βλ. σήμα.
Greek Monotonic
σᾶμα: -ατος, τό, Δωρ. αντί σῆμα, μνήμα, τάφος.
Russian (Dvoretsky)
σᾶμα: τό дор. = σῆμα.