σπάρτη

From LSJ
Revision as of 08:08, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

Ἐχθροὺς ἀμύνου μὴ ‘πὶ τῇ σαυτοῦ βλάβῃ → Ulciscere hostem, non tamen damno tuo → Die Feinde wehre ohne Schaden für dich ab

Menander, Monostichoi, 152
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σπάρτη Medium diacritics: σπάρτη Low diacritics: σπάρτη Capitals: ΣΠΑΡΤΗ
Transliteration A: spártē Transliteration B: spartē Transliteration C: sparti Beta Code: spa/rth

English (LSJ)

ἡ,= σπάρτον,

   A rope or cord (v. σπάρτος, ὁ), Ar.Av.815 (with a play upon Sparta), cf. Cratin.110; μαντεύεσθαι . . τῇ τῶν σπαρτῶν διατάσει dub. l. in Alciphr.2.4.15.    2 = σπαρτίον 111, Gal.12.129.    II = στάθμη, plumbline, Hsch.: cf. σπάρτος 11.2.

German (Pape)

[Seite 917] ἡ, 1) ein (bes. ein von σπάρτος gedrehter) Strick, Alciphr. 2, 4 u. a. Sp. – 2) wie στάθμη, die Richtschnur oder Schmitze der Zimmerleute und Maurer; Cratin. bei Poll. 10, 186; Hesych. – Vgl. σπάρτος.

Greek (Liddell-Scott)

σπάρτη: ἡ, = σπάρτον, σχοινίον ἐκ σπάρτου (ἴδε σπαρτός, 0), Ἀριστοφ. Ὄρν. 815 (μετ’ ἀστείας παιδιᾶς ἐπὶ τῆς λέξεως Σπάρτη), πρβλ. Κρατῖν. ἐν «Νεμέσει» 9, καὶ αὐτόθι Meineke. II. ὡς τὸ στάθμη, τὸ σχοινίον δι’ οὗ ὁρίζεται ἡ κάθετος, Ἡσύχ., πρβλ. Ἀλκίφρονα 2. 4, 15· πρβλ. σπάρτος.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
corde tressée avec du genêt.
Étymologie: σπάρτος.

Spanish

cuerda

Greek Monolingual

η, ΜΑ
1. σχοινί από σπάρτο
2. το νήμα της στάθμης
αρχ.
είδος καλλωπιστικού φυτού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. του σπάρτον, με αλλαγή γένους, κατά τα θηλ. Η λ. δεν απαντά συχνά και χρησιμοποιείται από τον Αριστοφάνη με λογοπαίγνιο προς τη Σπάρτη].

Greek Monotonic

σπάρτη: ἡ, = σπάρτον, σε Αριστοφ. (λογοπαίγνιο με τη λέξη Σπάρτη).

Russian (Dvoretsky)

σπάρτη: ἡ жгут из дрока Arph.