συλλογιμαῖος
Νέµουσι δ' οἴκους καὶ τὰ ναυστολούµενα ἔσω δόµων σῴζουσιν, οὐδ' ἐρηµίᾳ γυναικὸς οἶκος εὐπινὴς οὐδ' ὄλβιος → They manage households, and save what is brought by sea within the home, and no house deprived of a woman can be tidy and prosperous
English (LSJ)
α, ον,
A collected from divers places, ὕδατα (opp. πηγαῖα) Arist.Mete.353b23; ἄνθρωποι Luc.Tox.19; σ. φορυτός, of a man, Com.Adesp.906.
German (Pape)
[Seite 976] was zusammengebracht, zusammengelesen, gesammelt zu werden pflegt, was zusammenläuft, zusammen zu fließen pflegt; ὕδατα, Arist. meteor. 2, 1; φορυτός, B. A. 63; ἄνθρωποι, Luc. Tox. 19.
Greek (Liddell-Scott)
συλλογῐμαῖος: -α, -ον, διατεθειμένος εἰς ἕνωσιν, συνειλεγμένος ἐκ διαφόρων τόπων, ὕδατα (ἀντίθετον τῷ πηγαῖα) Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 1, 6· ἄνθρωποι Λουκ. Τόξ. 19. Ἐπιρρ. συλλογιμαίως, «ἅπερ οἱ πρότερον βασιλεῖς... συλλογιμαίως ἀπεθησαύρισαν χρήματα» Νικήτ. Χρόν. σ. 150Β.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
rassemblé de toutes parts.
Étymologie: συλλογή.
Greek Monolingual
-αία, -ον, Α
αυτός που συλλέγεται από διάφορα σημεία (α. «συλλογιμαίους τινάς ἀνθρώπων», Λουκιαν.
β. «συλλογιμαῑα ὕδατα», Αριστοτ.).
επίρρ...
συλλογιμαίως Μ
με συλλογή από διάφορα μέρη («ἅπερ οἱ πρότερον βασιλεῑς... συλλογιμαίως ἀπεθησαύρισαν χρήματα», Νικ. Χων.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συλλογή + κατάλ. -(ι)μαῖος (πρβλ. ἐπιστολ-ιμαῖος, ὑποβολ-ιμαῖος)].
Greek Monolingual
-αία, -ον, Α
αυτός που συλλέγεται από διάφορα σημεία (α. «συλλογιμαίους τινάς ἀνθρώπων», Λουκιαν.
β. «συλλογιμαῑα ὕδατα», Αριστοτ.).
επίρρ...
συλλογιμαίως Μ
με συλλογή από διάφορα μέρη («ἅπερ οἱ πρότερον βασιλεῑς... συλλογιμαίως ἀπεθησαύρισαν χρήματα», Νικ. Χων.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συλλογή + κατάλ. -(ι)μαῖος (πρβλ. ἐπιστολ-ιμαῖος, ὑποβολ-ιμαῖος)].
Greek Monotonic
συλλογῐμαῖος: -α, -ον, μαζεμένος, συνηγμένος από διαφόρους τόπους, σε Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
συλλογῐμαῖος: 1) стекающийся (ὕδατα Arst.);
2) собравшийся отовсюду (ἄνθρωποι Luc.).