συναπαίρω

From LSJ
Revision as of 04:08, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (4)

Ὁ μὴ γαμῶν ἄνθρωπος οὐκ ἔχει κακά → Multis malis caret ille, qui uxorem haud habet → Der Mann, der ledig bleibt, kennt keinen Leidensdruck

Menander, Monostichoi, 437
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συναπαίρω Medium diacritics: συναπαίρω Low diacritics: συναπαίρω Capitals: ΣΥΝΑΠΑΙΡΩ
Transliteration A: synapaírō Transliteration B: synapairō Transliteration C: synapairo Beta Code: sunapai/rw

English (LSJ)

plpf. 3sg. συναπήρκει prob. in Men.Kith.14:—intr.,

   A sail or march away together, D.S.5.49,59, Str.4.1.4, al., Luc.Tox.18; μετά τινων Phld.Sto.Herc.339.9; τινι with one, Luc.Bis Acc.27, Ael. VH3.26; τινὶ ἐκ τοῦ βίου J.AJ9.8.6.    2 depart at the same time, Arist.HA597b16.

German (Pape)

[Seite 1001] mit od. zugleich wegheben; – intr., mit fortgehen; Luc. bis acc. 27; Ael. V. H. 3, 26; Hel. 1, 15.

German (Pape)

[Seite 1001] mit od. zugleich wegheben; – intr., mit fortgehen; Luc. bis acc. 27; Ael. V. H. 3, 26; Hel. 1, 15.

Greek (Liddell-Scott)

συναπαίρω: ἀμεταβ., ἀποπλέωἀπέρχομαι ὁμοῦ, Διόδ. 5. 49, 59, Λουκ. Τόξ. 18· τινί, μετά τινος Λουκ, Δὶς Κατηγ. 27, Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 3. 36. 2) ἀναχωρῶ, ἀπέρχομαι συγχρόνως, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 12, 11.

French (Bailly abrégé)

lever la tente avec, τινι ; partir avec, τινι.
Étymologie: σύν, ἀπαίρω.

Greek Monolingual

Α
1. αποπλέω ή απέρχομαι μαζί με κάποιον («ἑκουσίως ἔφυγεν ἐκ τῆς Κρήτης μετὰ τῶν βουλομένων συναπᾱραι», Διόδ.)
2. αναχωρώ συγχρόνως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἀπαίρω «αποπλέω»].

Greek Monolingual

Α
1. αποπλέω ή απέρχομαι μαζί με κάποιον («ἑκουσίως ἔφυγεν ἐκ τῆς Κρήτης μετὰ τῶν βουλομένων συναπᾱραι», Διόδ.)
2. αναχωρώ συγχρόνως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἀπαίρω «αποπλέω»].

Greek Monotonic

συναπαίρω: αμτβ., αποπλέω ή απέρχομαι, αποχωρώ, αποδημώ μαζί με, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

συναπαίρω: отправляться вместе или одновременно (ἐντεῦθεν Arst.; τινι Luc.): συναπᾶραι εἰς Φρυγίαν Diod. направиться во Фригию.