συναποκτείνω

From LSJ
Revision as of 04:08, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (4)

τὸ ὅλον τόδε ποσαπλάσιον τοῦδε γίγνεται → how many times greater is this whole sum than that one

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συναποκτείνω Medium diacritics: συναποκτείνω Low diacritics: συναποκτείνω Capitals: ΣΥΝΑΠΟΚΤΕΙΝΩ
Transliteration A: synapokteínō Transliteration B: synapokteinō Transliteration C: synapokteino Beta Code: sunapoktei/nw

English (LSJ)

   A kill together, Antipho 5.39, Aeschin.2.148; τινι with one, D.C.Fr.11.18.

German (Pape)

[Seite 1002] (s. κτείνω), mit od. zugleich tödten; Antiph. 5, 39; Aesch. 2, 148.

Greek (Liddell-Scott)

συναποκτείνω: ἀποκτείνω, φονεύω ὁμοῦ, Ἀντιφῶν 134. 8, Αἰσχίν. 48. 3· τινι, μετά τινος, ἀπειλήσας δούλῳ τινὶ συναποκτενεῖν Δίωνος Κ. Ἀποσπ. σ. 12. 67 Peiresc.

French (Bailly abrégé)

tuer avec ou en même temps.
Étymologie: σύν, ἀποκτείνω.

Greek Monolingual

Α
φονεύω επίσης («ἀπειλήσας δούλῳ τινι συναποκτενεῑν», Δίων Κάσσ).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἀποκτείνω «φονεύω»].

Greek Monolingual

Α
φονεύω επίσης («ἀπειλήσας δούλῳ τινι συναποκτενεῑν», Δίων Κάσσ).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἀποκτείνω «φονεύω»].

Greek Monotonic

συναποκτείνω: μέλ. -κτενῶ, σκοτώνω, φονεύω μαζί, σε Αισχίν.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συν-αποκτείνω in combinatie dodelijk zijn; samen (met...) doden; met acc. en dat.; abs.

Russian (Dvoretsky)

συναποκτείνω: одновременно убивать Aeschin.